χαρχάλα

χαρχάλα
η
το βελάνι που μαζεύεται το φθινόπωρο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χαρχάλα — η, Ν 1. βαλανίδι που συλλέγουν το φθινόπωρο 2. μτφ. πόρνη με χαλαρές σάρκες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”